- ἐμπεσεῖται
- ἐμπίτνωfall uponfut ind mid 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
пасти — ПА|СТИ1 (424), ДОУ, ДЕТЬ гл. 1.Пасть, упасть: таче бывъшю сънѧтию и многомъ ѿ бою орѹжиѥмь падъшемъ. ЖФП XII, 47г; аще зерно пшеницно. падъ на земли не ѹмреть. тъ ѥдино прѣбѹдеть. ИларПоуч XI сп. сер. XIII, 209г; и шибе громъ. и мълни˫а. и падоша … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
εργολάβεια — ἐργολάβεια, ἡ (Α) 1. κερδοσκοπία («ἁμαρτωλός διώκων ἐργολαβείας ἐμπεσεῑται εἰς κρίσεις», ΠΔ) 2. εκμετάλλευση ανθρώπου, κερδοσκοπία σε βάρος άλλου … Dictionary of Greek
φρέαρ — ατος, το, ΝΜΑ, και φρεῑαρ, είατος, και συνηρ. τ. φρῆρ, ητός, Α βαθύ τεχνητό όρυγμα κυλινδρικού σχήματος για την άντληση νερού, πηγάδι («οὔτε ἄντλημα ἔχεις καὶ τὸ φρέαρ ἐστὶ βαθύ», ΚΔ) νεοελλ. 1. κάθε τεχνητό όρυγμα που φτάνει σε κοίτασμα μετάλλου … Dictionary of Greek